Έριξαν τα δίχτυα τους στης ανάγκης τα νερά.
Φώναξαν, βλαστήμησαν,
μα, δεν βρήκαν τίποτα.
Έκοψαν τα χέρια τους στης λαχτάρας τα σκοινιά.
Ούρλιαξαν και πέθαναν.
Δεν τους βγάζει πουθενά.
Η πίκρα έχει τη ζωή τους βαλαντώσει
και δεν υπάρχει και κανείς, να τους λυτρώσει.
Έσπρωξαν τις μέρες τους σαν κουρασμένα κάρα.
Έτριξαν και έσπασαν
κι έμειναν στον τόπο.
Ενόχλησαν τις νύχτες τους, «Η Σάρα και η Μάρα».
Ήπιαν πολύ και μέθυσαν
και ξύπνησαν τον κόσμο.
Η πίκρα έχει τη ζωή τους ξεσπιτώσει
και δεν υπάρχει και κανείς, να τους λυτρώσει.
Κοίμισαν τη δόξα τους σε λασπωμένα αλώνια.
Βράχηκαν, μουσκεύτηκαν
κι όμως, δεν είπαν λέξη.
Και το πρωί που ξύπνησαν, είχανε φύγει χρόνια.
Στάθηκαν και κοιτάχτηκαν
κι είχαν κοπεί στη μέση.
Η πίκρα έχει τη ζωή τους ξεριζώσει
και δεν υπάρχει και κανείς, να τους λυτρώσει.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου