Περπάτησε, λέει, μέσα σε καταπράσινους κήπους
Αγάπησε κι αγαπήθηκε σαν το πιο πολύτιμο αντικείμενο
Τιμαλφή, μάλλον, το λένε
Κι ύστερα γαλήνεψε πολύ, σαν την ήσυχη θάλασσα
Κι ύστερα δάκρυσε, σα βροχή που ‘πεφτε στα κορμιά των ανθρώπων
Κι ύστερα, φώναξε σχεδόν θυμωμένη: «Αρκετά πια»
Και σταμάτησε...
Έδωσε, λέει, το χέρι της σε κάποιον που έφευγε
Προχώρησε για λίγο μαζί του, όμως εκείνη κούτσαινε
Ανάπηρη, μάλλον, ήταν
Κι ύστερα έγιανε κι έτρεξε κοντά του όμοια φτερωτό άλογο
Κι ύστερα χάιδεψε τα μαλλιά του, σαν καλός φίλος
Κι ύστερα του μίλησε, σχεδόν άψυχα: «Συγνώμη» είπε
Και σταμάτησε.
Χόρεψε, λέει, γύρω από μια φωτιά που ‘καιγε
Σαν μια τσιγγάνα φόραγε στ’ αυτί της το λουλούδι
Γαρύφαλλο, μάλλον, ήταν
Κι ύστερα γέλασε δυνατά, σαν το μικρό παιδί
Κι ύστερα φίλησε κάποιον στο μέτωπο, σα να τον χαιρετούσε
Κι ύστερα δε μπόρεσε να μιλήσει. Δεν είπε τίποτα
Εκεί σταμάτησε.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου