Προσευχή.
Μια γυναίκα τρελή που γυρνάει διαρκώς από στόμα σε στόμα.
Κάτι έχει να πει και για κάτι πολύ προσπαθεί,
μα ποτέ της, δεν το ‘μαθε ακόμα.
Μία μοίρα κοινή.
Μια ανάσα ζεστή, μια γλυκιά προσμονή. Μια ελπίδα, ένα δράμα.
Είναι πάντα βουβή, σιωπηρή σαν μια υποταγή,
σε κελεύσματα άγνωστα, άχρωμα, μαύρα.
Προσευχή.
Μια γυναίκα γυμνή κι ο εαυτός της πολύτιμο δώρο στον άντρα.
Μικρούλη παιδί, που με το κλάμα και μόνο μπορεί,
να κερδίσει, αν θέλει, τα πάντα.
Ίδια είναι η ζωή.
Αλήθεια, της είναι φτυστή, ζητάει βοήθεια, μήπως και ζήσει.
Ας μην είναι πολύ. Όχι! Ας ειν’ κι φτηνή,
προπάντων μονάχα να επιζήσει.
Προσευχή.
Μια γυναίκα τυφλή, που δε ξέρει προς τα που, να τραβήξει.
Το θέλει κι αυτή τη ψυχή της να πει,
να φωνάξει, να κλάψει, να βρίσει.
Ρωτάει: Προς τι;
Καταριέται που είναι φτωχή, μα τίποτα απ’ αυτά δεν θ’ αλλάξει.
Και φταίει αυτή, η γυναίκα που κλαίει σαν παιδί,
που δεν ήταν ποτέ, μα ποτέ της εντάξει.
Προσευχή.
Μια γυναίκα με τόσα γιατί. Μια κουβέντα που πάει στον βρόντο.
Μια καινούργια αρχή, κεκλεισμένη κι αυτή
σ’ ένα γκρίζο, παράξενο φόντο.
Μια γυναίκα πιστή.
Το ‘θελε όμως, πολύ, να κυλιέται ελεύθερη μέσα στην αμαρτία.
Δίχως καμία ντροπή. Προστυχιά κι ενοχή της ταιριάζουν,
μα, από μέσα της βγαίνει η Κυρία.
Τρίτη 2 Μαρτίου 2010
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου